τζαγρατόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζαγρατόρος < τζάγρα + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζαγρατόρος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) τοξότης βαλλίστρας, βαλλιστροφόρος
- ※ 14ος αιώνας, ⌘ ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις σελίδες 96+97, @georgakas.lit.auth.gr
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- τζαγρατόρους (αιτιατική πληθυντικού)
Πηγές[επεξεργασία]
- τζαγρατόρος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)