τικέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τικέτο < αγγλικά ticket + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tiˈce.to/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τικέτο ουδέτερο

  1. (ελληνοαμερικανικά) κλήση ή πρόστιμο για τροχαία παράβαση, παράνομη στάθμευση, παραβίαση δημοτικών κανονισμών, κ.λπ.
    Έφαγα ένα τικέτο γιατί είχα παρκάρει πάνω στη γωνία.
  2. (ελληνοαμερικανικά) εισιτήριο
    Το τικέτο για τη Βίσση ήταν πενήντα δολάρια.