τουρμπουλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

μέτρηση μεγέθους δαχτυλιδιού με τουρμπουλέ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρμπουλέ < γαλλική triboulet

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρμπουλέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]