τριγωνομετρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]τριγωνομετρώ (παθητική φωνή: τριγωνομετρούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τριγωνομετρημένος
- τριγωνομέτρης
- τριγωνομέτρηση
- τριγωνομετρία
- τριγωνομετρικά
- τριγωνομετρικός
- → δείτε τις λέξεις τρίγωνο και μέτρο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριγωνομετρώ | τριγωνομετρούσα | θα τριγωνομετρώ | να τριγωνομετρώ | τριγωνομετρώντας | |
β' ενικ. | τριγωνομετρείς | τριγωνομετρούσες | θα τριγωνομετρείς | να τριγωνομετρείς | (τριγωνομέτρει) | |
γ' ενικ. | τριγωνομετρεί | τριγωνομετρούσε | θα τριγωνομετρεί | να τριγωνομετρεί | ||
α' πληθ. | τριγωνομετρούμε | τριγωνομετρούσαμε | θα τριγωνομετρούμε | να τριγωνομετρούμε | ||
β' πληθ. | τριγωνομετρείτε | τριγωνομετρούσατε | θα τριγωνομετρείτε | να τριγωνομετρείτε | τριγωνομετρείτε | |
γ' πληθ. | τριγωνομετρούν(ε) | τριγωνομετρούσαν(ε) | θα τριγωνομετρούν(ε) | να τριγωνομετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριγωνομέτρησα | θα τριγωνομετρήσω | να τριγωνομετρήσω | τριγωνομετρήσει | ||
β' ενικ. | τριγωνομέτρησες | θα τριγωνομετρήσεις | να τριγωνομετρήσεις | τριγωνομέτρησε | ||
γ' ενικ. | τριγωνομέτρησε | θα τριγωνομετρήσει | να τριγωνομετρήσει | |||
α' πληθ. | τριγωνομετρήσαμε | θα τριγωνομετρήσουμε | να τριγωνομετρήσουμε | |||
β' πληθ. | τριγωνομετρήσατε | θα τριγωνομετρήσετε | να τριγωνομετρήσετε | τριγωνομετρήστε | ||
γ' πληθ. | τριγωνομέτρησαν τριγωνομετρήσαν(ε) |
θα τριγωνομετρήσουν(ε) | να τριγωνομετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τριγωνομετρήσει | είχα τριγωνομετρήσει | θα έχω τριγωνομετρήσει | να έχω τριγωνομετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τριγωνομετρήσει | είχες τριγωνομετρήσει | θα έχεις τριγωνομετρήσει | να έχεις τριγωνομετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τριγωνομετρήσει | είχε τριγωνομετρήσει | θα έχει τριγωνομετρήσει | να έχει τριγωνομετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τριγωνομετρήσει | είχαμε τριγωνομετρήσει | θα έχουμε τριγωνομετρήσει | να έχουμε τριγωνομετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τριγωνομετρήσει | είχατε τριγωνομετρήσει | θα έχετε τριγωνομετρήσει | να έχετε τριγωνομετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τριγωνομετρήσει | είχαν τριγωνομετρήσει | θα έχουν τριγωνομετρήσει | να έχουν τριγωνομετρήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριγωνομετρώ
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τριγωνομετρώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)