τρολλάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρολλάρω < τρολλ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll
Ρήμα[επεξεργασία]
τρολλάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός) ετυμολογική γραφή του τρολάρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τρολλάρισμα
- τρολλαρισμένος
- → δείτε τη λέξη τρολ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: τρόλλαρα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρολλάρω | τρόλλαρα | θα τρολλάρω | να τρολλάρω | τρολλάροντας | |
β' ενικ. | τρολλάρεις | τρόλλαρες | θα τρολλάρεις | να τρολλάρεις | τρόλλαρε | |
γ' ενικ. | τρολλάρει | τρόλλαρε | θα τρολλάρει | να τρολλάρει | ||
α' πληθ. | τρολλάρουμε | τρολλάραμε | θα τρολλάρουμε | να τρολλάρουμε | ||
β' πληθ. | τρολλάρετε | τρολλάρατε | θα τρολλάρετε | να τρολλάρετε | τρολλάρετε | |
γ' πληθ. | τρολλάρουν(ε) | τρόλλαραν τρολλάραν(ε) |
θα τρολλάρουν(ε) | να τρολλάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρολλάρισα | θα τρολλαρίσω | να τρολλαρίσω | τρολλαρίσει | ||
β' ενικ. | τρολλάρισες | θα τρολλαρίσεις | να τρολλαρίσεις | τρολλάρισε | ||
γ' ενικ. | τρολλάρισε | θα τρολλαρίσει | να τρολλαρίσει | |||
α' πληθ. | τρολλαρίσαμε | θα τρολλαρίσουμε | να τρολλαρίσουμε | |||
β' πληθ. | τρολλαρίσατε | θα τρολλαρίσετε | να τρολλαρίσετε | τρολλαρίστε | ||
γ' πληθ. | τρολλάρισαν τρολλαρίσαν(ε) |
θα τρολλαρίσουν(ε) | να τρολλαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρολλαρίσει | είχα τρολλαρίσει | θα έχω τρολλαρίσει | να έχω τρολλαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τρολλαρίσει | είχες τρολλαρίσει | θα έχεις τρολλαρίσει | να έχεις τρολλαρίσει | έχε τρολλαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει τρολλαρίσει | είχε τρολλαρίσει | θα έχει τρολλαρίσει | να έχει τρολλαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρολλαρίσει | είχαμε τρολλαρίσει | θα έχουμε τρολλαρίσει | να έχουμε τρολλαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τρολλαρίσει | είχατε τρολλαρίσει | θα έχετε τρολλαρίσει | να έχετε τρολλαρίσει | έχετε τρολλαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν τρολλαρίσει | είχαν τρολλαρίσει | θα έχουν τρολλαρίσει | να έχουν τρολλαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τρολλαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τρολλαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τρολλαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τρολλαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρολλάρομαι | τρολλαρόμουν(α) | θα τρολλάρομαι | να τρολλάρομαι | ||
β' ενικ. | τρολλάρεσαι | τρολλαρόσουν(α) | θα τρολλάρεσαι | να τρολλάρεσαι | τρολλάρου | |
γ' ενικ. | τρολλάρεται | τρολλαρόταν(ε) | θα τρολλάρεται | να τρολλάρεται | ||
α' πληθ. | τρολλαρόμαστε | τρολλαρόμαστε τρολλαρόμασταν |
θα τρολλαρόμαστε | να τρολλαρόμαστε | ||
β' πληθ. | τρολλάρεστε | τρολλαρόσαστε τρολλαρόσασταν |
θα τρολλάρεστε | να τρολλάρεστε | τρολλάρεστε | |
γ' πληθ. | τρολλάρονται | τρολλάρονταν τρολλαρόντουσαν |
θα τρολλάρονται | να τρολλάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρολλαρίστηκα | θα τρολλαριστώ | να τρολλαριστώ | τρολλαριστεί | ||
β' ενικ. | τρολλαρίστηκες | θα τρολλαριστείς | να τρολλαριστείς | τρολλαρίσου | ||
γ' ενικ. | τρολλαρίστηκε | θα τρολλαριστεί | να τρολλαριστεί | |||
α' πληθ. | τρολλαριστήκαμε | θα τρολλαριστούμε | να τρολλαριστούμε | |||
β' πληθ. | τρολλαριστήκατε | θα τρολλαριστείτε | να τρολλαριστείτε | τρολλαριστείτε | ||
γ' πληθ. | τρολλαρίστηκαν τρολλαριστήκαν(ε) |
θα τρολλαριστούν(ε) | να τρολλαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τρολλαριστεί | είχα τρολλαριστεί | θα έχω τρολλαριστεί | να έχω τρολλαριστεί | τρολλαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τρολλαριστεί | είχες τρολλαριστεί | θα έχεις τρολλαριστεί | να έχεις τρολλαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τρολλαριστεί | είχε τρολλαριστεί | θα έχει τρολλαριστεί | να έχει τρολλαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τρολλαριστεί | είχαμε τρολλαριστεί | θα έχουμε τρολλαριστεί | να έχουμε τρολλαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τρολλαριστεί | είχατε τρολλαριστεί | θα έχετε τρολλαριστεί | να έχετε τρολλαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τρολλαριστεί | είχαν τρολλαριστεί | θα έχουν τρολλαριστεί | να έχουν τρολλαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τρολλαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι τρολλαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τρολλαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τρολλαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τρολλαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τρολλαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τρολλαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τρολλαρισμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρολλάρω
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογική γραφή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)