τρωκτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τρωκτός < τρώγω
Επίθετο[επεξεργασία]
τρωκτός
- (για καρπούς) που τρώγεται ωμός
- (για δέντρα) καρποφόρος
τρωκτός < τρώγω
τρωκτός