τσαέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαέρα < παλαιά γαλλική chaiere, βλέπε και μοντέρνα γαλλική chaire

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαέρα θηλυκό