παλαιά γαλλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιά γαλλικά < → δείτε τις λέξεις παλαιός και γαλλικός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ancien français. Δείτε τη γαλλική λέξη ancien (παλιός, αρχαίος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.leˈa ɣa.liˈka/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
παλαιά γαλλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παλαιά γαλλική (εννοείται: γλώσσα)
- παλαιογαλλικά, παλαιογαλλική
- αρχαία γαλλικά, αρχαία γαλλική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιά γαλλικά