τόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τόρος < τείρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόρος

  1. εργαλείο που κάνει τρύπες
  2. τρυπάνι για δοκιμή ύπαρξης νερού

Σχετικές λέξεις[επεξεργασία]