τορός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τορός | οι | τοροί |
γενική | του | τορού | των | τορών |
αιτιατική | τον | τορό | τους | τορούς |
κλητική | τορέ | τοροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τορός < σλαβικής προέλευσης то̑р + -ός < πρωτοσλαβική *torъ (αυλάκι, τροχιά, ίχνος) (ή < αλβανική [1] torua / torue (τορός, ίχνος) < πρωτοσλαβική *torove[2])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /toˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐ρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τορός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ντορός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τορός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «ντορός, τορός» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τορός | ἡ | τορᾱ́ | τὸ | τορόν |
γενική | τοῦ | τοροῦ | τῆς | τορᾶς | τοῦ | τοροῦ |
δοτική | τῷ | τορῷ | τῇ | τορᾷ | τῷ | τορῷ |
αιτιατική | τὸν | τορόν | τὴν | τορᾱ́ν | τὸ | τορόν |
κλητική ὦ! | τορέ | τορᾱ́ | τορόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | τοροί | αἱ | τοραί | τὰ | τορᾰ́ |
γενική | τῶν | τορῶν | τῶν | τορῶν | τῶν | τορῶν |
δοτική | τοῖς | τοροῖς | ταῖς | τοραῖς | τοῖς | τοροῖς |
αιτιατική | τοὺς | τορούς | τὰς | τορᾱ́ς | τὰ | τορᾰ́ |
κλητική ὦ! | τοροί | τοραί | τορᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τορώ | τὼ | τορᾱ́ | τὼ | τορώ |
γεν-δοτ | τοῖν | τοροῖν | τοῖν | τοραῖν | τοῖν | τοροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τορός < τείρω, θέμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
τορός, -ά, -όν
- διαπεραστικός (αναφέρεται στη φωνή, σε ήχο)
- οξύς
- (μεταφορικά) τρανός, καθαρός, σαφής
Πηγές[επεξεργασία]
- τορός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τορός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)