тор
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- тор < πρωτοσλαβική *torъ (αυλάκι, τροχιά, ίχνος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
тор (en) αρσενικό (то̑р. Ορθογράφηση με λατινικούς χαρακτήρες: tȏr / tor)