υπεραίρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεραίρομαι < αρχαία ελληνική ὑπεραίρομαι, παθητική φωνή του ρήματος ὑπεραίρω < ὑπέρ + αἴρω
Ρήμα[επεξεργασία]
υπεραίρομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεραίρομαι
|