υπερχρεώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υπερχρεώνομαι, π.αόρ.: υπερχρεώθηκα, μτχ.π.π.: υπερχρεωμένος, (ενεργ.: υπερχρεώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος υπερχρεώνω → και δείτε την κλίση