υποβάλει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υποβάλει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποβάλλω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποβάλλω
  3. θα υποβάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποβάλλω