υποστασιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποστασιοποιώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

υποστασιοποιώ

  • δίνω σάρκα και οστά σε κάτι άυλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]