φαιδρολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαιδρολογώ < φαιδρολόγος λόγια λέξη από την αρχαία ελληνική φαιδρός και -λόγος ( < αρχαία ελληνική λέγω)
Ρήμα[επεξεργασία]
φαιδρολογώ
- λέω φαιδρότητες, αστειότητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαιδρολογώ
|