φανταστικό μέρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φανταστικό μέρος < φανταστικός + μέρος
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
φανταστικό μέρος
- ανύπαρκτη τοποθεσία
- πάρα πολύ ωραία τοποθεσία
- πήγα διακοπές σε ένα φανταστικό μέρος!
- (μαθηματικά) τμήμα μιγαδικού αριθμού που αποτελείται από ένα πραγματικό αριθμό και τη φανταστική μονάδα
- ο 3 + 2i είναι ένας μιγαδικός, με πραγματικό μέρος 3 και φανταστικό μέρος 2i
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανύπαρκτη τοποθεσία
|
πολύ ωραία τοποθεσία
|
τμήμα μιγαδικού αριθμού