φαρκτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φαρκτός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- δύσφρακτος (συνεκτικός)
- ἄφαρκτος (αρχαία Αττική) και ἄφρακτος (κυρίως Αττική), νεοελληνικά άφραχτος
- κατάφρακτος (στην αρχαία αττική διάλεκτο "κατάφαρκτος" και αργότερα στην αττική "κατάφρακτος")
- οι κατάφρακτοι ήταν σώμα του βυζαντινού στρατού