φαρμασόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαρμασόνος < παραφθορά του φραμασόνου < από τη γαλλική λέξη franc-maçonnerie και την αγγλική freemason για τους ελευθεροτέκτονες, αλλά με παρετυμολογία σε σύνθεση με το φαρμάκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμασόνος αρσενικό και φαρμασόνα θηλυκό
λέξη που χρησιμοποιούσαν περίπου από το 1800 μέχρι το 1940 αρκετοί Έλληνες όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν κάποιον ως κακό, πικρόχολο, οξύθυμο και φαρμακερό.
- "Ξέρεις τι φαρμασόνος είναι δαύτος;"
→ δείτε τη λέξη φραμασόνος