φαρσέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρσέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική farceur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρσέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • το πρόσωπο που κάνει φάρσα, παραπλανά άτομα ή αρχές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]