φιανκέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιανκέτο < ιταλική fianchetto (υποκοριστικό της λέξης πλαϊνό, πλάι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιανκέτο ουδέτερο άκλιτο
- (σκάκι) τρόπος παιξίματος στο άνοιγμα όπου ο αξιωματικός τοποθετείται στη δεύτερη γραμμή και προς την άκρη της σκακιέρας (θέσεις β2,η2 για τον Λευκό και β7,η7 για τον Μαύρο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιανκέτο