φορμάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμάρω < φόρμα
Ρήμα[επεξεργασία]
φορμάρω
- δίνω την επιθυμητή φόρμα ή μορφή είτε με καλούπι (π.χ. στα γλυκά) είτε με χτένα (στα μαλλιά), είτε με ειδικη επεξεργασία (π.χ. στο καπέλο)
- επεξεγάζομαι το δίσκο του υπολογιστή
- (χυδαίο) κάνω ενεργητικό σεξ σε κάποιον, -α, είτε έντονο, είτε αφαιρώ παρθενία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορμάρω
|