φουρνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουρνίζω < μεσαιωνική ελληνική φουρνίζω < (ελληνιστική κοινήφοῦρνος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

φουρνίζω (παθητική φωνή: φουρνίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]