φυγοκεντρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυγόκεντρος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

διενεργώ φυγοκέντριση

Φυγοκέντρισε τα δείγματα κι άστα να «ξεκουραστούν».