φυματίωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυματίωσις (μαρτυρείται από το 1839) [1] < → και δείτε τη λέξη φυματίωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυματίωσις, -εως θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1090, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    Ιω. Ολ (Ιω. Ορλάνδος, 39) - σελ. 1157, Τόμος Β΄