φυσικό πρόσωπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσικό πρόσωπο (νομ.όρος) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική personne physique

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

φυσικό πρόσωπο ουδέτερο

  1. (νομικός όρος): ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως γένους, ηλικίας, ή άλλων χαρακτηριστικών του, ο οποίος έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις (οι ενήλικες) απέναντι στο νόμο. (Ο όρος καθιερώθηκε σε αντιδιαστολή προς τον όρο νομικό πρόσωπο που αφορά εταιρείες ή συλλόγους ή φορείς)
     αντώνυμα: νομικό πρόσωπο
  2. το πρόσωπο (μέρος του σώματος) που φαίνεται όμορφο χωρίς να είναι εμφανής η χρήση καλλυντικών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]