φυσικό πρόσωπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσικό πρόσωπο (νομ.όρος) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική personne physique
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]φυσικό πρόσωπο ουδέτερο
- (νομικός όρος): ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως γένους, ηλικίας, ή άλλων χαρακτηριστικών του, ο οποίος έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις (οι ενήλικες) απέναντι στο νόμο. (Ο όρος καθιερώθηκε σε αντιδιαστολή προς τον όρο νομικό πρόσωπο που αφορά εταιρείες ή συλλόγους ή φορείς)
- το πρόσωπο (μέρος του σώματος) που φαίνεται όμορφο χωρίς να είναι εμφανής η χρήση καλλυντικών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομικός όρος