φυσώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυσώδης, ης, ες
- που θυμίζει φύσημα
- καὶ ὅταν που τὸ φυσῶδες μιμῆται, πανταχοῦ ἐνταῦθα ὡς τὸ πολὺ τὰ τοιαῦτα γράμματα ἐπιφέρειν φαίνεται ὁ τὰ ὀνόματα τιθέμενος. (Πλατ. Κρατ.427 για προφορά γραμμάτων)
- που προκαλεί αέρια στο γαστρεντερικό ελληνιστική έννοια