χάνω αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
χάνω αέρα
- (μεταφορικά, ειρωνικό, μειωτικό) είμαι μειωμένης διανοητικής αντίληψης
- (κυριολεκτικά, για ελαστικά, σαμπρέλες, σωλήνες) έχω διαρροή αέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφορική σημασία
|
κυριολεκτική σημασία
|