χήνειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χήνειος < χήνα
Επίθετο[επεξεργασία]
χήνειος, α, ον ( & ιωνικός τύπος χήνεος,η,ον)
- ο σχετικός με τη χήνα
- χήνεια ἥπατα (αρχαιοελληνικό γκουρμέ)