χαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλώνω < χαλί + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

χαλώνω

  • (τοπικό ιδίωμα της Σύρου) στρώνω τα χαλιά στο σπίτι για τον χειμώνα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]