χαρτοδετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρτοδετώ < χαρτοδέτης
Ρήμα
[επεξεργασία]χαρτοδετώ
- δένω βιβλίο με ειδικά επεξεργασμένο σκληρό χαρτί στο εξώφυλλο, αλλά και γενικά βιβλιοδετώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρτοδετώ
|