χαρχαλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρχαλεύω < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaɾ.xaˈle.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

χαρχαλεύω (λαϊκότροπο)

  1. ανακατεύω, ψάχνω, ψαχουλεύω
  2. γαργαλάω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]