χλαῖνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλαῖνα < προελληνική *χλᾰν- (συγγενές με τα χλανίς και χλαμύς)

Ρήμα[επεξεργασία]

χλαῖνα ( & ιωνικός τύποςχλαίνη)

  1. η χλαίνα, το ζεστό μάλλινο πανωφόρι
  2. το πάπλωμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • (παροιμία) οἱ τὴν χλαῖναν ἐν τῷ θέρει κατατρίψαντες ἐν τῷ τρίβωνι τὸν χειμῶνα διάγουσι : για όσους δεν προνοούν, όποιοι έφθειραν τη χλαίνα τους τους καλοκαίρι, περνάνε το χειμώνα με τον τρίβωνα (ο τρίβωνας ήταν φτηνό, φθαρμένο ρούχο, συχνά αποφόρι, που οι Αθηναίοι θεωρούσαν δεύτερης διαλογής -το φορουσαν οι Σπαρτιάτες και οι φιλόσοφοι)
  • μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης : κάτω από την ίδια χλαίνα, για το αντρόγυνο (αντίστοιχο των: έχουμε μια τσέπη, κάτω από το ίδιο κεραμίδι, μοιραζόμαστε ένα κρεβάτι, εις σάρκαν μίαν)
  • ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει : για τον ανικανοποίητο. Η σισύρα ήταν φτηνιάρικο ρούχο και η χλαμίδα ζεστή και ακριβή, πολυτελής τρόπον τινά. (Φράση αντίστοιχη με τις σημερινές "στο σακούλι δεν χωρεί και στο σάκο περισσεύει", που "τρώγεται με τα ρούχα του")
  • χλαίνα πωλεῖν: φράση αντίστοιχη του "έπιασε η άνοιξη"