χοήρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χοήρης, -ης, ες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χοή (νερό, μέλι και κρασί αναμεμιγμένα για θυσίες, κηδείες)
- χοηφόρος