χολοῦμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χολοῦμαι < χόλος
Ρήμα[επεξεργασία]
χολοῦμαι
- συνηρημένη μορφή του ρήματος χολόομαι, μέσος και παθητικός τύπος του ρήματος χολόω (θυμώνω)