χορέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χορέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χορεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χορεύω
- θα χορέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χορεύω