χρεολύσιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρεολύσιον < → δείτε τη λέξη χρεολύσιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρεολύσιον ουδέτερο
χρεολύσιον ουδέτερο