χρυσάορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χρυσάορος,ος,ον
- με χρυσό σπαθί, ο χρυσοσπάθης (επίθετο του Απόλλωνα, της Δήμητρας, της Αρτέμιδας, του Ορφέα, του Δία)