χωριάτικη σαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωριάτικη σαλάτα → δείτε τις λέξεις χωριάτικος και σαλάτα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

χωριάτικη σαλάτα θηλυκό και χωριάτικη

  • ωμή σαλάτα με βάση τη ντομάτα με την οποία ανακατεύουμε αγγούρι, ελιές, τυρί φέτα, κρεμύδι (φρέσκο ή ξερό), πράσινη πιπεριά, ρίγανη, μαϊντανό και λάδι ελιάς. Κάποιοι προσθέτουν και λίγο ξίδι ή χρησιμοποιούν σέλινο αντί για μαϊντανό. Στα νησιά του Αιγαίου προσθέτουν και κάπαρη
η χωριάτικη σαλάτα είναι κλασική ελληνική σαλάτα αλλά η ονομασία χωριάτικη δεν σημαίνει ότι προέρχεται από την ελληνική ύπαιθρο. Είναι δημιούργημα της επαγγελματικής μαγειρικής και αρχικά απευθύνονταν στους τουρίστες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]