χωρομετρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χωρομετρώ
- μετρώ εμβαδόν, απόσταση, ύψος στο πλαίσιο συνήθως μιας εργασίας τοπογραφικής, πολεοδομικής, χωροταξικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρομετρώ
|