ψιλαλέθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψιλαλέθω, αόρ.: ψιλάλεσα, παθ.φωνή: ψιλαλέθομαι, μτχ.π.π.: ψιλαλεσμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλαλέθω
|