ψιλοτσιμπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλοτσιμπώ < ψιλο- + τσιμπώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.lo.t͡simˈbo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ψιλοτσιμπώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]