ωδικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωδικώς < (ελληνιστική κοινή) ή στα χριστιανικά χρόνια ᾠδικῶς < αρχαία ελληνική ᾠδικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ωδικώς
- τραγουδώντας
- σχετικά με το τραγούδι
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ωδικώς
|