студент

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: студэнт

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

студент < πιθανόν από πολωνική student ή γερμανική Student
ΔΦΑ : /stʊˈdʲent/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

студент (ru) αρσενικό (θηλυκό студентка)



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

студент (sr) (λατινική γραφή: student) αρσενικό