فتوى
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- فتوى < άμεσο δάνειο από την κλασική συριακή → και δείτε فتوى στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
فتوى (ar) (fatwā)
- (νομικός όρος) o φετβάς, δικαστική απόφαση σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο
- ιατρική συνταγή
Απόγονοι[επεξεργασία]
فتوى (αραβικά)