لوند

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

لوند < (άμεσο δάνειο) περσική لوند (lawand)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε την περσική لوند

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

لوند (levend)

  1. (στρατιωτικός όρος) πεζοναύτης, ναύτης του οθωμανικού στόλου με δραστηριοποίηση σε θάλασσα και ακτές
  2. μέθυσος
  3. ζαμπαράς
  4. νταής

Πηγές[επεξεργασία]

  • levent -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr



Περσικά (fa)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

لوند (fa) (lawand)

Απόγονοι[επεξεργασία]

لوند (lawand) (περσικά)

οθωμανικά τουρκικά: لوند (levend)
τουρκικά: levent
μεσαιωνικά ελληνικά: λεβέντης
νέα ελληνικά: λεβέντης

Πηγές[επεξεργασία]

  • «λεβέντης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.