چیچك
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
چیچك (çiçek)
- το λουλούδι, το άνθος
- κατεργάρης, άστατος
Απόγονοι[επεξεργασία]
- ⇒ τουρκικά: çiçek
- ↷ νέα ελληνικά: τσιτσέκι, τσουτσέκι