ἀάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀάζω < ἀ- + α + -ζω < (ηχομιμητική λέξη) (ή < ἄημι)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀάζω

  1. εκπνέω, εκπέμπω πνοή
    • οἶνος καὶ Κένταυρον, ἀγακλυτὸν Εὐρυτίωνα, / ἄασ' ἐνὶ μεγάρῳ μεγαθύμου Πειριθόοιο, / ἐς Λαπίθας ἐλθόνθ'· ὁ δ' ἐπεὶ φρένας ἄασεν οἴνῳ,/ μαινόμενος κάκ' ἔρεξε δόμον κάτα Πειριθόοιο. (Όμηρος, Οδύσσεια, φ 295-298)
    • ὣς καὶ ἐγών, ὅτε δ' αὖτε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ / Ἀργείους ὀλέκεσκεν ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν, / οὐ δυνάμην λελαθέσθ' Ἄτης ᾗ πρῶτον ἀάσθην. (Όμηρος, Ιλιάδα, Τ 134-136)
    • φυσῶσι μὲν γὰρ ψυχρόν, ἀάζουσι δὲ θερμόν· ὁ μὲν γὰρ φυσῶν κινεῖ τὸν ἀέρα οὐκ ἀθρόως, ἀλλὰ διὰ στενοῦ τοῦ στόματος, ὁ δὲ ἀάζων ἀθρόον ἐκπνεῖ, διὸ θερμόν». (Αριστοτέλης, Προβήματα, λδ')
  2. αχνίζω
  3. χουχουλιάζω

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα ἀάζω είναι ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα και μέλλοντα (ἀάσω)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]