ἀκροδάκτυλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀκροδάκτυλον
- (ανατομία) o αντίχειρας
Παράγωγα
[επεξεργασία]- ἀκροδακτυλίτσι, ἀκριοδακτυλίτσι (με σημασία: άκρη δαχτύλου → δείτε το νεοελληνικό ακροδάχτυλο
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀκροδάκτυλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ἀκροδάκτυλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.