ἀλγεινῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλγεινῶς < ἄλγος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἀλγεινῶς
- με οδυνηρό τρόπο
- ἅμ᾽ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα : και ευχαρίστως και θλιβερά συνάμα (Σοφ. Αντιγόνη 436)